- γενναίας
- γενναί̱ᾱς , γενναῖοςtrue to one's birthfem acc plγενναί̱ᾱς , γενναῖοςtrue to one's birthfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHAENARETE — I. PHAENARETE Socratis mater, obstetricis munere apud Athenienses functa. Eius meminit filius apud Platonem in Theaeteto p. 149. tom. I. edit. H. Stephani, Ω῾ς ἐγώ ἐιμι ὑιὸς μάλα γενναίας τε καὶ βλοσυρᾶς Φαιναρίτης, Sum filius obstetricis valde… … Hofmann J. Lexicon universale
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek